Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Σ’ ΕΝΑ ΛΕΦΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ

(…μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα,  που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει…)

-I-

Σε δυο λεπτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»

Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο

Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω

Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς

Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια

Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία

Έτοιμα να χτυπήσουν και να χτυπηθούν.

 

Σ’ ένα λεπτό πρέπει  πια να μας δώσουν το σύνθημα

Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

 

(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλή

που δε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη

Κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί

Και δεν βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδελφό μου)

-II-

Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουνα νέος κοντά 22 χρονώ·

εδώ είναι η γυναίκα που αγαπούσα:   η γυναίκα μου

Τη λέγαμε Μάρθα, έσφιγγε το γιο μου με λαχτάρα στην αγκαλιά της

Δε μου ’πε:   χαίρομαι πού πας να πολεμήσεις».

Έκλαιγε σαν ένα μικρό κοριτσάκι.

Κι εδώ κάποιο σπίτι παλιό μ’ έναν κήπο στη μέση και μ’ άνθη…

… Θυμάμαι όταν ήμασταν παιδιά είχαμε ένα ξύλινο άλογο

και μια γυαλιστερά τρομπέτα

Τα βράδια ξαγρυπνούσαμε στα βιβλία με τις αρχαίες ηρωικές ευκαιρίες

Τον αθώο μας ύπνο τυράννησαν οι αντίπαλοι των φημισμένων πολεμιστών

Ύστερα τα ξεχάσαμε όλα αυτά σε μια γωνιά γελώντας για τα παιδιάστικα καμώματα.

Ίσως αύριο μια τόση τρυπίτσα μου χαράζει το μέτωπο

Ω μια τρυπίτσα που χωρά όλο τον πόνο των ανθρώπων

Ποιος είμαι;    Πού βρίσκομαι;

Σκίστε τα ρούχα μου εδώ μπροστά στο στήθος

Ίσως θα βρείτε ακόμα τ’ όνομά μου σκαλισμένο.

Ποιος το θυμάται;

Ψάξτε τα ρούχα μου ακόμα…

Εδώ ήμουνα νέος 22 μόλις χρονώ

Κι εδώ μια γυναίκα που σφίγγει με λαχτάρα ένα παιδί στην αγκαλιά της.

 

(Έκλαιγε αλήθεια όταν έφευγα σαν ένα μικρό κοριτσάκι)

 [ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ OTTO V…   από τις ΕΠΟΧΕΣ 1, πρώτη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη. Περιέχεται στη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, Πλειάς]

 

Από την ίδια έκδοση ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση και τα παρακάτω ποιήματα:

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ,  Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα…

ΧΑΡΗΣ 1944,  Ήμασταν όλοι μαζί   και  ξαπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας…   και  

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Λέξεις χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία…


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ 

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1 1945)

Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα.

Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια

Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις

απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.

Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.

Στο λιμάνι, τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.

 

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.

«Το πολυαγαπημένο μου αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.»

Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμέναμε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.

Κι εγώ ο ίδιος δεν πίστευα αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.

Οσονούπω όμως, ας το ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.

Αύριο είναι Κυριακή.

 

Σιγά - σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει

Και ρυθμικά χτυπήσανε μια - μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές

Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές

Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες

 

Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

 

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμα.

Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!

 

ΧΑΡΗΣ 1944

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη  ΕΠΟΧΕΣ 1)

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε τις ώρες μας

Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχοντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα

Αυτός τραγουδούσε. σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές

Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας

Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά σε κάθε σοκάκι

Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμό να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη

Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι

Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στο αυτί:   «Πέθανε ο Χάρις»

«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο.   Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.

Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα

Στα μάτια του χαράχτηκε άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας

Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.

… Δεν είμαστε όλοι μαζί.    Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν

Τράβηξε ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε

Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι γεμίσαν οι δρόμοι

Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες

Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στα χάος κυματίζουν τραγούδια

Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη

Ξεχώρισες μια:   Είν’ η δική του.   Ανάβει μικρές πυρκαγιές!..

Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας

Είν η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος

Που αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπιθίζει τις πίκρες σαν ήλιος

Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες

Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως

 

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν   αν δεν σπάσουν τώρα τα δεσμά σου

Δε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:

Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;

Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί

Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να

περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλεια

Και να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις.

 

Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου

Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα

Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς

Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας

Πρόσωπα που ’ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω.

Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικών ποταμιών δεν κοιμούνται πια οι χλομοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχές

Στη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές

τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβια

Θυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα.

 

Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο

(Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)

Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας

Τα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.

 

Μες στις μεγάλες πλατείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν

Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλο

Μες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δε θέλουν να γεράσουν

Κατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σου ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάρα

Στα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνο

Στις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο

Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.

Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία.

Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμό

Στ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγές

Η φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες

Λέξεις χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία

Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούριο μου τραγούδι.

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1  1945]

 

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ…

(… έλεγε κι ο Ποιητής!.. Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ…)

ΕΠΙΛΟΓΕΣ λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και ΣΤΟΧΟΙ, δηλαδή για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ΑΓΑΠΗΣ, το ΦΟΒΟ που μας ενώνει με τους άλλους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, πάντα βιαστικούς μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενους κάποιο μεγάλο ΣΚΟΠΟ για μια τελική συνάντηση μες στων αλλεπάλληλων άδειων νυκτών τη στείρα διαδοχή ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη ΣΙΩΠΗ, αυτό το δισταγμό ζωής, που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα. ΣΤΙΧΟΙ που μπορεί να είναι οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφούν… Ω Ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!.. Ψυχή της Αγάπης μου αλήτισσα!.. Λεπίδι του Πόθου αδυσώπητο… ΠΑΝΙΚΟΣ που στραγγίζει την καρδιά σα σημαία… Ώσπου θα ’ρθει μια μέρα που δε θα  ’χουμε πια τι να πούμε… Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα, θα πάρουμε τους δρόμους και σφυρίζοντας θα περιμένουμε… Τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα τελευταία κουρέλια  από τα γιορτινά μας φορέματα!.. ΟΡΘΙΟΙ  και ΜΟΝΟΙ μες στη φοβερή ερημία του πλήθους… ΤΗ ΝΥΧΤΑ που έρχονται οι μεγάλες ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ μυστικών για τα ΣΧΕΔΙΑ επαναστάσεων, για τα ΙΔΕΩΔΗ και τέλος πάντων για τη μοναξιά των ΛΕΞΕΩΝ… Που πρέπει να καρφώνονται σαν πρόκες!.. Να μην τις παίρνει ο άνεμος!.. Και ποιος να μας προσέξει, ποιος να μας λησμονήσει στη θέση που καθόμαστε; Πόσα κρυμμένα τιμαλφή μπορούμε να σώσουμε, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες; Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες!.. Τώρα που ΛΕΞΕΙΣ χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία… Α!.. Φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά. Και όχι αυταπάτες προπαντός… Το πολύ-πολύ, να τους εκλάβεις [τους ΣΤΙΧΟΥΣ μιας ζωής, τις ΛΕΞΕΙΣ της μοναξιάς] σα δυο θαμπούς προβολείς μες την ομίχλη, σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ΖΩ… Το πολύ-πολύ να ονειρεύεσαι ένα καινούριο τραγούδι πατώντας πάνω στους νεκρούς στίχους… «Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ο φίλος μου ο Τίτος, «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα»!.. Σε τι βοηθά λοιπόν η Ποίηση; Στα υψηλά σου ιδανικά; Στη συνείδηση του χρέους; Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό στις συνθήκες ελευθερίας; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ένα προς ένα τα υπάρχοντα ξεπουλώντας…  Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς]

Ω Ψυχή την αγωνία ερωτευμένη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ